Πνευματικά

Άγιος Σάββας (ο Ηγιασμένος)

This image has an empty alt attribute; its file name is agios-savvas-igiasmenos.jpg



πηγή https://religious.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tῶν ὁσίων ἀκρότης καὶ ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὡς γὰρ ἡγιασμένος ἐδείχθης ἐκ παιδός, Σάββα ὅσιε. Οὐράνιον γὰρ βίον ἀπελθῶν, πρὸς ἔνθεον ζωὴν χειραγωγεῖς διὰ λόγου τε καὶ πράξεως ἀληθοῦς, τοὺς πίστει ἐκβοῶντας σοι. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Τα πρώτα χρόνια

Ο όσιος Σάββας γεννήθηκε το έτος 439 μ.Χ. σε ένα χωριό που ονομαζόταν Μουταλάσκη στην περιοχή της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Η μητέρα του ονομαζόταν Σοφία και ο πατέρας του, που ονομαζόταν Ιωάννης, ήταν στρατιωτικός. Ο μικρός Σάββας αναγκάστηκε να αποχωριστεί τους γονείς του πολύ σύντομα, λόγω του στρατιωτικού επαγγέλματος του πατέρα του, και όταν έγινε πέντε χρονών οι γονείς του μετακόμησαν στην Αλεξάνδρεια και εμπιστεύτηκαν τον γιο τους στον αδελφό του πατέρα του που ονομαζόταν Ερμείας. Επειδή ο Ερμείας τον υπεραγαπούσε, για να τον γλιτώσει από τη σύζυγό του που ήταν αυταρχική και πολύ συχνά ξέσπαγε πάνω στον μικρό Σάββα, τον μετέφερε στο σπίτι του άλλου του αδελφού του Γρηγορίου. Εκεί άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο, ήταν από μικρός φιλομαθής και ενάρετος και μάλιστα του άρεσε να επισκέπτεται τακτικά το σπίτι του ιερέα του χωριού του , όπου έπαιζε με τα παιδιά του ιερέα, ενώ, μετά από λίγο καιρό είχε και κάποια μικρή υπηρεσία μέσα στο Ναό που του ανέθεσε ο ιερέας.

Η μονή των Φλαβιανών

Πολύ κοντά στην Μουταλάσκη, υπήρχε ένα ανδρικό μοναστήρι που ονομαζόταν Μονή των Φλαβιανών. Ο ιερέας που συμπαθούσε τον μικρό Σάββα πήγαινε συχνά στο μοναστήρι αυτό και μάλιστα έπαιρνε μαζί του και τον Σάββα. Με το καιρό ο Σάββας και ενώ ήταν οκτώ χρονών ζήτησε από τον ηγούμενο του μοναστηριού να τον κάνει μοναχό. Πράγματι μετά και από την συγκατάθεση των θείων του ο νεαρός Σάββας έγινε μοναχός. Στην μοναχική ζωή ο Σάββας αποδείχτηκε πιο σοφός από πολλούς γέροντες που ζούσαν χρόνια στο μοναστήρι. Περιφρονούσε τα υλικά αγαθά και νήστευε για πολλές μέρες.

Πάντα ήθελε να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα για να δει τον τόπο που πέρασε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Έτσι αποφάσισε να ζητήσει από τον ηγούμενο του μοναστηριού να τον ευλογήσει και να φύγει. Ο ηγούμενος από την άλλη επειδή συμπαθούσε πολύ τον άγιο δεν έδινε την άδεια του για να φύγει, Ο Θεός όμως έστειλε έναν Άγγελό του ο οποίος είπε στον ηγούμενο:

– “Άφησε τον Σάββα να πάει όπου επιθυμεί”.

Το άλλο πρωί ο ηγούμενος έδωσε άδεια στον Σάββα για να αναχωρήσει και μάλιστα τον ευλόγησε.

Στα Ιεροσόλυμα

Έτσι σε ηλικία δεκαοχτώ ετών ο άγιος Σάββας πήγε στα Ιεροσόλυμα. Στην Ιερά Μονή Πασαρίωνος ζούσε ένας γέροντας που καταγόταν από την Καππαδοκία. Μόλις άκουσε την άφιξη του νεαρού μοναχού Σάββα, τον προσκάλεσε και τον φιλοξένησε. Η φήμη του ήταν τέτοια που μοναχοί από άλλα μοναστήρια έρχονταν για να τον συναντήσουν. Ο ίδιος όμως αναζητούσε να πάει στην έρημο. Παράλληλα έμαθε ότι υπήρχε στην περιοχή ο άγιος Ευθύμιος που ήταν γνωστός για την αρετή του και την σοφία του. Ζήτησε λοιπόν από τον άγιο Ευθύμιο να τον δεχθεί στην Λαύρα. Επειδή όμως ήταν νεαρός, τον έστειλε πρώτα στο κοινόβιο του Αγίου Θεόκτιστου, όπου θα έμενε συνολικά δέκα έτη. Άριστος μαθητής του ασκητισμού ο άγιος Σάββας ονομάστηκε από τον άγιος Ευθύμιο “Παιδαριογέροντας”. Ο διάβολος όμως που ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να πειράξει τον άγιο Σάββα, προσπαθούσε να σταματήσει τον ασκητικό ζήλο του αγίου με πολλούς τρόπους. Έτσι κάποιος μοναχός που ονομαζόταν Ιωάννης, όταν πέθαναν οι γονείς του ζήτησε άδεια από τον Θεόκτιστο να πάει στην Αλεξάνδρεια για να τακτοποιήσει τις κληρονομικές του υποθέσεις. Ζήτησε να τον συνοδεύσει μάλιστα ο άγιος Σάββας. Ο Θεόκτιστος πράγματι έδωσε την άδεια του και οι δύο μοναχοί πήγαν στην Αλεξάνδρεια. Εκεί ο άγιος Σάββας συνάντησε τους γονείς του οι οποίοι μόλος τον είδαν προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από τον μοναχικό βίο. Με την παρουσία των γονέων του ο διάβολος θέλησε να παρασύρει τον άγιο αλλά μάταια.

“Αν θέλετε να είστε γονείς μου μην προσπαθείτε να με βγάλετε από τον μοναχικό βίο που έχω πολύ καιρό επιλέξει”.

Ο ερημίτης

Όταν ο άγιος Σάββας βρίσκεται σε ηλικία τριάντα χρονών είναι πια δοκιμασμένος στην μοναστική ζωή. Σε αυτή λοιπόν την ηλικία θέλησε να αναχωρήσει για την έρημο. Στο μεταξύ ο Θεόκτιστος πέθανε και ο άγιος Ευθύμιος επέλεξε στη θέση του τον Λογγίνο. Από τον Λογγίνο λοιπόν ζήτησε την άδεια να αναχωρήσει για την έρημο. Εκείνος ζήτησε αμέσως τον γνώμη του αγίου Ευθυμίου ο οποίος και συναίνεσε και έτσι ο Λογγίνος του έδωσε την άδεια και την ευλογία του. Ο άγιος Σάββας βρήκε μία σπηλιά που  βρισκόταν νότια του μοναστηριού και κατοικούσε χωρίς να τρώει όλη την εβδομάδα εκτός του Σαββάτου, όπου πήγαινε στον μοναστήρι και την Κυριακή επέστρεφε στην σπηλιά του. Ο άγιος Ευθύμιος συγκινήθηκε από την συμπεριφορά αυτή του αγίου και τον πήρε στη συνοδεία του μαζί με τον Δομετιανό, με τον οποίο και ασκήτευαν. Κάθε χρόνο μετά τα Θεοφάνεια οι τρεις τους πήγαιναν στην έρημο και έμεναν εκεί έως και την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η διαδρομή που ακολούθησαν ήταν μέσα από την καυτή άμμο και χωρίς νερό πουθενά στο διάβα τους. Κάποια στιγμή λοιπόν ο άγιος Σάββας έπεσε κάτω και φαινόταν σαν να πέθανε. Ο άγιος Ευθύμιος βλέποντας τον άγιο Σάββα να χάνει τις αισθήσεις του και να βρίσκεται πεσμένος στη γη προσευχήθηκε λέγοντας:

– “Δέσποτα Κύριε ευσπλαχνίσου τον δούλον Σου και δώσε μας νερό για να μην πεθάνει”.

Αμέσως μετά ο άγιος Ευθύμιος χτύπησε τρεις φορές τη γη. Βγήκε δροσερό και πόσιμο νερό που ήπιε ο άγιος Σάββας και συνέχισαν την πορεία τους. Μετά την κοίμηση του αγίου Ευθυμίου, αποσύρεται στην έρημο του Ιορδάνη όπου ασκητεύει τότε και ο Μέγας Γεράσιμος. Εκεί λοιπόν ο άγιος Σάββας πειραζόταν από τον διάβολο συνεχώς. Κάποια μέρα μάλιστα που είχε ξαπλώσει για να ξεκουραστεί είδε να τον περιτριγυρίζουν φίδια και σκορπιοί. Κατάλαβε αμέσως ότι ήταν του διαβόλου και αφού προσευχήθηκε εξαφανίστηκαν. Άλλη μέρα πάλι είδε μπροστά του ένα τεράστιο λιοντάρι να βρυχάται και να τον απειλεί ότι θα τον καταβροχθίσει. Ο άγιος βλέποντας το θέαμα και ξέροντας τα παιχνίδια του διαβόλου είπε:

– “Αν έχεις εξουσία από τον Θεό εναντίον μου, να ξέρεις ότι είμαι έτοιμος να με φας. Αν όχι να ξέρεις ότι άδικα βρυχάσαι και με τη δύναμη του Κυρίου μπορώ να σε κατατροπώσω”.

Μετά από αυτά τα λόγια το λιοντάρι εξαφανίστηκε.

Σε ηλικία σαράντα ετών ο άγιος εγκαταστάθηκε σε μία μικρή σπηλιά κοντά σε μια πηγή νερού την οποία ονόμαζαν επτάστομο. Έτρωγε μόνο χόρτα, ενώ κατά θεία βούληση κάποιοι Αγαρηνοί του έφερναν τροφή. Εκεί έμεινε ο άγιος πέντε χρόνια προσευχόμενος, ενώ η φήμη του είχε αρχίσει να εξαπλώνεται παντού. Άρχισαν να καταφθάνουν στο μέρος εκείνο πολλοί ευλαβείς άνθρωποι και μάλιστα τόσοι πολλοί που χρειάστηκε να κατασκευαστεί Λαύρα και να καλλιεργηθεί η γη για να μπορούν όσοι καταφθάνουν να φιλοξενούνται εκεί. “Επειδή οι γύρω αναχωρητές ζήτησαν να τεθούν υπό την χειραγωγία του, άρχισε να οικοδομεί κελιά στην δεξιά πλευρά του χειμάρρου. Ήταν από τα πρώτα, της μέχρι σήμερα ονομαστής Λαύρας. Έπειτα έκτισε εκκλησία, που την ονόμασε “θεόκτιστο”, επειδή η κοιλότητα του βράχου, μέσα στην οποία χτίστηκε, φαινόταν σαν κατασκευασμένη από θείο χέρι. Σ’ αυτήν ετελείτο τα Σαββατοκύριακα η λειτουργία, οσάκις υπήρχε ιερέας”.

Ο τόπος των δαιμόνων

Την εποχή που ζούσε ο άγιος Σάββας, πολύ μακρυά από το Μοναστήρι της Λαύρας, υπήρχε κάποιο βουνό που ονομαζόταν Καστέλλι. Το Καστέλλι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων αφού ήταν φωλιά δαιμόνων. Κανείς άνθρωπος δεν πλησίαζε στο Καστέλλι γιατί υπήρχαν αμέτρητοι δαίμονες που έκαναν άγριους θορύβους και τρομοκρατούσαν τον τόπο. 

Ο άγιος όμως που το πληροφορήθηκε αποφάσισε να πάει στο Καστέλλι και να διαβεί από εκεί που οι δαίμονες είχαν “απαγορεύσει” την είσοδο ανθρώπου. Κάποια στιγμή λοιπόν ξεκίνησε για το βουνό. Είχε πάρει μαζί του λάδι από του Αγίους Τόπους για βοήθεια και φθάνοντας κοντά στον άγριο βουνό άρχισε να ραντίζει με αυτό τη γη από όπου περνούσε, ενώ σε όλη τη διαδρομή προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια. Μόλος οι δαίμονες αντιλήφθηκαν την παρουσία του θέλησαν να τον τρομάξουν και εξαπέλυσαν άγριες επιθέσεις εναντίον του. Λέγεται ότι την ώρα που βρισκόταν στο βουνό, αυτό τρανταζόταν από φοβερούς αέρηδες και μαζί του συνταρασσόταν και όλη η τριγύρω περιοχή. Ο άγιος αντίκρυσε μπροστά του τις απόκοσμες μορφές που έπαιρναν οι δαίμονες με σκοπό να τον τρομάξουν. Οι ήχοι που έβγαζαν ακούγονταν πολύ μακριά, ενώ ο ίδιος ο άγιος έμενε ατάραχος και σταθερός. Βλέποντας λοιπόν οι δαίμονες την σταθερότητά του και την αφοβία του, σταμάτησαν. Μάλιστα αφού κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να αποτρέψουν τον άγιο και να τον διώξουν άρχισαν να παραδέχονται ότι οι δυνάμεις τους ήταν λίγες μπροστά στον άγιο και του έλεγαν:

– “Δεν σου έφτανε Σάββα η σπηλιά, η πέτρα, ο χείμαρρος; Δεν σου έφθανε η τεράστια έρημος που κατοίκησες και περπάτησες; Γιατί ήρθες στο βουνό μας; Ήρθες να μας βγάλεις από το σπίτι μας έχοντας σύμμαχό σου και προστάτη σου τον Θεό. Νσα μάθεις λοιπόν ότι εμείς αποφασίσαμε να φύγουμε από εδώ”. Στην συνέχεια ακούστηκε αλαλαγμός και κραυγές. Τρομεροί κρότοι συντάραξαν την περιοχή και οι κάτοικοι των τριγύρω περιοχών νόμιζαν ότι κάπου εκεί κοντά διεξαγόταν ένας πόλεμος. Βράδυ έφυγαν λοιπόν οι δαίμονες από το Καστέλλι και το πρωί κάποιοι από τους ποιμένες που ήταν κοντά στο βουνό ξεκίνησαν να πάνε να δουν τι είχε συμβεί όλη αυτή τη φοβερή νύχτα που δεν έκλεισαν μάτι από τον φόβο τους. Μόλις έφθασαν κοντά στο σημείο που βρισκόταν ο άγιος, ταραγμένοι καθώς ήταν έκατσαν κοντά του για να τους εξηγήσει τι είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα. Ο άγιος τους καθησύχασε και άρχισε να ψέλνει την ευχή ενάντια στα πονηρά πνεύματα. 

Μάλιστα στο σημείο εκείνο έκτισε και ένα μοναστήρι όπου προσήλθαν πάρα πολλοί ασκητές.

Η φιλανθρωπία του

Όταν στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων πατριάρχης ήταν ο Ηλίας, ο άγιος Σάββας ήταν υπόδειγμα φιλανθρωπικής και κοινωνικής προσφοράς για τους συνανθρώπους του. Προσπαθούσε πάντα να βρίσκει τρόπους ώστε να βοηθάει αποτελεσματικά τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους συνανθρώπους της περιοχής του. Σε δική του πρωτοβουλία οφείλεται το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν μοναστήρια, νοσοκομεία, υδραγωγεία, αρτοποιεία και άλλα που ήταν χρήσιμα για την περίθαλψη, την προστασία, και την ψυχική και πνευματική υγεία. Όλοι οι φτωχοί της περιοχής του αλλά και από άλλες περιοχές που μάθαιναν για την ύπαρξη του αγίου πρόστρεχαν στα μέρη που διάβαινε με σκοπό να του δείξουν την ευγνωμοσύνη τους και την αγάπη τους, για όλα αυτά που έκανε για εκείνους.

Οι ληστές που τον αγάπησαν

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός και η καινούργια κατοικία του άρχισε να γίνεται γνωστή. Πολλοί μοναχοί που έμαθαν που κατοικεί ο άγιος έτρεξαν κοντά του. Από τους πρώτους που βρέθηκαν κοντά του ήταν κάποιος που ονομαζόταν Βασίλειος. Ο Βασίλειος ήταν ένας πλούσιος νέος που με παραδειγματική ταπείνωση παραδόθηκε στην υπακοή του άγιου. Μια νύχτα, που βρίσκονταν στην σπηλιά, τους κύκλωσαν κάποιοι ληστές με σκοπό να τους πάρουν ότι χρήματα είχαν επάνω τους. Αφού τους έψαξαν και δεν βρήκαν καθόλου χρήματα τους άφησαν και έφυγαν. Μπορεί να ήταν ληστές αλλά όπως όλοι όσοι συναντούσαν τον άγιο, θαύμασαν την αγιότητά του. Συζητούσαν φεύγοντας για τον άγιο όταν ξαφνικά τους ζώσουν άγρια λιοντάρια που είναι έτοιμα να τους κατασπαράξουν. Ξέρουν ότι είναι κοντά στον θάνατο και επικαλούνται το όνομα του αγίου:

– “Με τις ευχές του μοναχού Σάββα, να μη μας βλάψετε”.

Τότε τα λιοντάρια αλλάζουν κατεύθυνση και απομακρύνονται από κοντά τους. Οι ληστές γεμάτοι ευγνωμοσύνη προς τον άγιο, επιστρέφουν πίσω για να τον συναντήσουν και για να του αναφέρουν εκείνο που είχε συμβεί κατά την αναχώρησή τους.

Από το περιστατικό αυτό και μετά η φήμη του αγίου απλώθηκε παντού και επειδή καταλάβαινε ότι τον επαινούσαν και του έδειχναν τον θαυμασμό τους, έφυγε από το μοναστήρι. Δεν άφησε πίσω του καμία εκκρεμότητα, αφού οι πολλοί μοναχοί που είχαν συγκεντρωθεί θα έπρεπε να έχουν κάποιον να τους καθοδηγεί. Έτσι έκανε ηγούμενό τους κάποιον μοναχό που ονομαζόταν Ταράσιος και αναχώρησε για την έρημο.

Οι αμετανόητοι συκοφάντες

Ο άγιος βρισκόταν και πάλι μόνος να προσεύχεται στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στην έρημο. Οι μοναχοί, οι οποίοι με την συμπεριφορά τους ουσιαστικά είχαν διώξει τον άγιο από το Μοναστήρι της Λαύρας, εξακολουθούσαν να σπέρνουν από εδώ και από εκεί συκοφαντίες εις βάρος του. Έφτασαν μάλιστα στο ελεεινό σημείο να διαδώσουν σε όλα τα μοναστήρια ότι τον γέροντα μοναχό Σάββα τον είχαν φάει τα θηρία. Οι περισσότεροι βέβαια που άκουγαν τις διαδόσεις πίστεψαν, ότι ο άγιος δεν ζούσε πια. Μάλιστα οι ίδιοι οι συκοφάντες του αγίου τόλμησαν να πάνε στον πατριάρχη των Ιεροσολύμων και  του είπαν:

– “Άγιε Δέσποτα, συμβαίνει κάτι φοβερό. Τον ηγούμενό μας τον γέροντα Σάββα τον έφαγαν τα θηρία κοντά στην Νεκρή Θάλασσα. Έτσι μετά από αυτό θα θέλαμε ένα καινούργιο ηγούμενο”.

Ο πατριάρχης όμως έχοντας γεμίσει απορία για την απώλεια ενός ανθρώπου του Θεού τους είπε:

– “Δεν πιστεύω ότι ο Θεός άφησε έναν γέροντα τέτοιο άγιο άνδρα να τον κατασπαράξει ένα θηρίο”.

Οδεύοντας προς τον Κύριο

Ο άγιος Σάββας τον χειμώνα του έτους 533 μ.Χ., αρρώστησε, ενώ ήταν ήδη 94 ετών. Μετά από λίγες ημέρες ο Κύριος τον ειδοποιεί, ότι θα τον πάρει κοντά Του. Ο άγιος φεύγει λοιπόν από τα Ιεροσόλυμα, όπου είχε πάει μετά από την επιμονή του πατριάρχη Πέτρου, για να καλυτερεύσει η υγεία του, και επιστρέφει στο μοναστήρι. Εκεί θα παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο. Στην κηδεία του συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος. Ανάμεσά στους πολλοί κληρικοί, μοναχοί και βέβαια ο ίδιος ο Πατριάρχης με συνοδεία αρχιερέων. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Λαύρας.

Το Ιερό Λείψανο

Το ιερό Λείψανο του αγίου Σάββα βρισκόταν στην Ιερά Μονή της Λαύρας, τον καιρό της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά το συναντάμε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ την εποχή των λατίνων σταυροφόρων, του 13ου αιώνα, στη Βενετία. Το 1965 το ιερό λείψανο δόθηκε από την Παπική Εκκλησία στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο. Μάλιστα στις 25 Οκτωβρίου 1965 πέρασε από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα το αεροπλάνο που μετέφερε το ιερό λείψανο του αγίου. Στο αεροπλάνο ανέβηκαν και προσκύνησαν το ιερό λείψανο από τους πρώτους και ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος ο Β’. Μάλιστα την επόμενη ημέρα το αεροπλάνο προσγειώθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου το ιερό λείψανο υποδέχθηκαν με τιμές και μεγάλη ευλάβεια ο κλήρος και ο λαός. Τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό του Παναγίου Τάφου για προσκύνημα και μερικές μέρες αργότερα τοποθετήθηκε στο μοναστήρι του.